αποκαταστάτης

αποκαταστάτης
ο
αυτός που διενεργεί ή βοηθά την αποκατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαθιστώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Δημήτριο Μαυροφρύδη (λατ. restitutor)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”